- Καινεύς
- Καινεύς: a king of the Lapithae, Il. 1.264†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Καινεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καινεύς — Μυθολογικό πρόσωπο,ένας από τους κυριότερους Λαπίθες. Ήταν γιος του Έλατου. Αρχικά αναφέρεται ως γυναίκα με το όνομα Καινίς, η οποία, αφού έσμιξε ερωτικά με τον Ποσειδώνα, του ζήτησε να της δώσει μορφή άντρα. Όταν λοιπόν έγινε άντρας, και μάλιστα … Dictionary of Greek
Καινῆ — Καινεύς masc nom/voc/acc dual Καινεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καινῆς — Καινεύς masc nom pl Καινεύς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Кеней — (Καινεύς) один из лапифов, мифического племени, жившего в Сев. Фессалии; принимал участие в походе аргонавтов, в Калидонской охоте и особенно в битве лапифов с кентаврами, на свадьбе Перифоя. Так как он был неуязвим, то кентавры забросали его… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Καινεῖ — Καινεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καινᾶς — Καινεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καινῆι — Καινεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καινῆος — Καινεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καινέος — Καινεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Кеней — (Caeneus, Καινευς). Первоначально он был девушкой (Caenis), любимой Посейдоном и обращенной им в мальчика, который был сделан неуязвимым. В подземном мире он снова получил свой женский образ. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М … Энциклопедия мифологии